Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωνατάς — ᾱ, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ὠνητής … Dictionary of Greek
ωνητής — οῡ, και δωρ. τ, ὠνατάς, ᾱ, ὁ, Α [ὠνοῡμαι] 1. αγοραστής 2. πρόσωπο που, μετά από σύναψη συμβολαίου, αναλάμβανε τη μίσθωση δημόσιων προσόδων 3. (ειδικότερα) μισθωτής μεταλλείων … Dictionary of Greek